- χοιρέμπορος
- ο, ΝΜΑζωέμπορος που εμπορεύεται χοίρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ-έμπορος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
χοιριδιέμπορος — ὁ, Α χοιρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιρίδιον + ἔμπορος (πρβλ. καμηλ έμπορος)] … Dictionary of Greek